- κρατάω
- држи
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
κρατάω — / κρατώ, κράτησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: κρατάω : η κλίση κατά το θεωρώ (βλ. πίν. 73 ) – κρατώ, είς, εί κτλ. – δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική. Η λόγια μτχ. κρατούντες χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (→ αυτοί που κυβερνούν) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρατώ — κρατάω / κρατώ, κράτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κόντρα — (Μ κόντρα) επίρρ. 1. αντίθετα, εναντίον («έχουμε κόντρα τον ήλιο») 2. αντίξοα, ανάποδα, στραβά («μού έρχονται όλα κόντρα») 3. φρ. «πηγαίνω κόντρα σε κάποιον» εναντιώνομαι, αντιστρατεύομαι κάποιον νεοελλ. 1. (ως ουδ. ή θηλ. ουσ.) το κόντρα και η… … Dictionary of Greek
παρακρατάω — (σπάν. παρακρατώ), παρακράτησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: παρακρατώ – παρακρατάω : η διαφορά κλίσης (σε είς ή σε άς) αντιστοιχεί συνήθως σε διαφορά σημασίας. Στην πρώτη περίπτωση το ρ. είναι σύνθετο με την πρόθ. παρά και σημαίνει → κρατάω μέρος… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρακρατώ — παρακρατώ, παρακράτησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: παρακρατώ – παρακρατάω : η διαφορά κλίσης (σε είς ή σε άς) αντιστοιχεί συνήθως σε διαφορά σημασίας. Στην πρώτη περίπτωση το ρ. είναι σύνθετο με την πρόθ. παρά και σημαίνει → κρατάω μέρος αγαθού ή… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… … Dictionary of Greek
εποχμάζω — ἐποχμάζω (Α) κρατάω σφιχτά … Dictionary of Greek
μπόσικος — η, ο, θήλ. και ια 1. χαλαρός, αυτός που δεν είναι στερεός η τεντωμένος 2. επισφαλής, μη σταθερός («πρόσεχε το χώμα, γιατί είναι μπόσικο») 3. (για πρόσ.) ελαφρόμυαλος, μη σοβαρός 4. (για λόγια ή έργα) επιπόλαιος («μπόσικες δουλειές») 5. (το ουδ.… … Dictionary of Greek
παρίσχω — Α 1. ετοιμάζω, κρατάω έτοιμο, έχω κοντά 2. προσφέρω, δίνω, παρέχω κάτι 3. προνοώ, προβλέπω, προμηθεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἴσχω «κρατώ πίσω, εμποδίζω»] … Dictionary of Greek
κάκητα — η κακία, θυμός: Δε σου κρατάω κάκητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρατώ — και κρατάω κράτησα, κρατήθηκα, κρατημένος 1. βαστάζω, πιάνω κάτι. 2. αντέχω, βαστώ. 3. κατάγομαι: Δεν ξέρουμε πούθε κρατάει η σκούφια του. 4. κατακρατώ: Μου κρατήσανε ένα μισθό. 5. εμποδίζω, συγκρατώ: Μη μας κρατάς, γιατί βιαζόμαστε. 6. κατέχω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)